" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

Η...υπεράσπιση της Μουργκάνας



Η «υπεράσπιση» της «Μουργκάνας»
της Τζένης Οικονομίδη  

(ΑΝΤΙ τ. 765/14-6-2002, σσ. 46-50)

(Το κείμενο αυτό γράφτηκε και διακινήθηκε αρχικά ως ένα «κείμενο για συζήτηση με τους φίλους μου». Αιτία στάθηκε το κείμενο της Αγγέλας Καστρινάκη, «“Μουργκάνα”: η υπερβολή της απελπισίας», Αντί, τχ. 743-4 (27/7/2001 ), σ. 52-54. Το μεγάλο διάστημα που μεσολάβησε οφείλεται κυρίως στην πεποίθησή μου ότι κάποιος αρμοδιότερος θα το σχολίαζε νωρίτερα.)

Τον Φλεβάρη του 1948 από το όρος Μουργκάνα ξεκινά η «εαρινή επίθεση» τον εθνικού στρατού εναντίον των θέσεων των ανταρτών τον Δημοκρατικού Στρατού. Το σύνολο των επιχειρήσεων που διεξήχθησαν εκεί έμεινε στην ιστορία ως οι μάχες της Μουργκάνας και κατέγραψε την πιο θριαμβευτική νίκη τον Δημοκρατικού Στρατού. Μια νίκη λαμπρή λίγο πριν το βαθύ σκοτάδι της τελικής ήττας που σίμωνε. Τα γεγονότα της Μουργκάνας κάλυψε με την πένα του ο Δημήτρης Χατζής.

Στρατευμένος μ’ αυτό τον τρόπο μας δίνει ένα κείμενο πολεμικής ανταπόκρισης χειμαρρώδες και γλαφυρό, που σε κάθε του γραμμή ακούγεται ο σφυγμός αυτής της συγκυρίας: τα τύμπανα μιας πολύτιμης νίκης. Ο σκοπός του κειμένου ευδιάκριτος απ’ την αρχή. Να καταγράψει πιστά τα γεγονότα, να αναποδογυρίσει τα ψέματα των άλλων, να παραθέσει μαρτυρίες, ονόματα, να καταγγείλει. Με δυο λέξεις: να πει τα πράγματα απ’ τη μεριά «μας». Γιατί: «Εμείς δεν είπαμε ψέματα»[1]. Ο ρόλος του κειμένου επίσης ευδιάκριτος και σαφής. Μέσα στις συνθήκες του πολέμου, να ανεβάσει το ηθικό των μαχητών του Δ. Σ. και παράλληλα να μεταφέρει ένα μήνυμα νίκης σε όσους παρακολουθούσαν και συντάσσονταν μαζί τους.
Κι όμως. Στη συμβολή της Αγγέλας Καστρινάκη στο αφιέρωμα για τον Δ. Χατζή του περιοδικού Αντί, το κείμενο αυτό κρίθηκε ως το «ατελέστερο ίσως ενός μεγάλου συγγραφέα», το «πιο φιλοπόλεμο ίσως έργο στη λογοτεχνία της [Ελλάδας]», και ως το έργο που «Ίσως διεκδικεί τα πρωτεία και του πιο ανειλικρινούς πολεμικού κειμένου της ελληνικής λογοτεχνίας». Τόσα «ίσως» είναι τάχα δισταγμός ή έμφαση;
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Ο Δημήτρης Χατζής επιλέγει απ’ τη φωτιά του πολέμου να μας αφήσει ένα κείμενο. Αυτή ήταν η θέση του, κι όπως είπαμε, η στράτευσή του. Όσα κι αν ειπώθηκαν στις μέρες μας για τα μέτωπα που εγκαταλείφθηκαν, για τις διαχωριστικές γραμμές που σβήστηκαν, για τις αντιπαλότητες που εξαφανίστηκαν, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίζουμε το χρέος της στράτευσης στους καιρούς της αναμέτρησης[2]. Αν αντί για συγγραφέα είχαμε ζωγράφο, θα μας παρέδιδε μάλλον μια σύνθεση των πεδίων των μαχών απ’ αυτές που φτιάχνανε οι καλλιτέχνες που ακολουθούσανε τους στρατηλάτες κάποιους αιώνες πριν. Ίσως τότε το «μικρό κομμάτι κίτρινου τοίχου» που τόσο γοήτευε τον Προυστ στον πίνακα του Βερμέερ, να ήταν αυτό το κείμενο μέσα στο κείμενο, αυτή η στιγμή πραγματικής νεκρικής ησυχίας που προτάσσεται στη «Μουργκάνα»: η επιστολή του αντίπαλου «νεκρού αδερφού» στην αγαπημένη του, γραμμένη λίγο πριν την έναρξη της επίθεσης.
Η επιστολή κομίζει βεβαίως πληροφορίες. Σ’ αυτό θα συμφωνήσουμε με την κ. A. Κ. Είναι μια μαρτυρία. Και αυτός είναι ο ένας λόγος που παρατίθεται. Αν χαρακτηρίσουμε αυτή την παράθεση ως λογοτεχνικό τερτίπι, αυτό σημαίνει ότι ξέρουμε ότι είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένο και άρα η χρήση του γίνεται για λόγους δημιουργίας εντυπώσεων. Αλλά αυτό είναι ήδη μια θέση. Ένας άλλος λόγος που παρατίθεται είναι όντως για να μας καταστήσει συμπαθή τον γράφοντα και μέσω αυτού τον αντίπαλο, αφού πρώτ’ απ’ όλα τον προσωποποιεί. Αναπλάθει το «μισό φαγωμένο πρόσωπο» σ’ αυτό το άθαφτο ράκος και στήνει το φάντασμά του απέναντι στον ίδιο τον συγγραφέα πρώτα και μετά απέναντι στον αναγνώστη, έτσι όπως ήταν πριν η φρίκη του πολέμου το αφανίσει. Θα αφήσουμε κατά μέρος αναρωτήσεις για το αν η φρίκη ενός εμφυλίου πολέμου είναι χειρότερη από αυτή των άλλων πολέμων τη στιγμή που δείχνουν να είναι τόσο συχνοί στην ιστορία, ή αν είναι θλιβερότεροι έναντι των άλλων (λιγότερο θλιβερών;) ιμπεριαλιστικών, λόγου χάρη, ή εθνικών πολέμων.
Ο ίδιος ο Χατζής πόντιος απ’ την αρχή το λέει πως αδελφοκτόνος είναι αυτός ο πόλεμος. Το φώναζαν μας λέει με τον τηλεβόα: «αδέρφια μην έρχεστε».
Αλλά, αλήθεια, γιατί αυτή την ενοχή πρέπει να τη σηκώνει μόνη της η Αριστερά; Πότε ο αντίπαλος τηλεβόας φώναξε «αδέρφια» τους μαχητές της άλλης μεριάς; Αντίθετα, αυτοί που τους «έσπρωχναν από πίσω» τους έλεγαν «πως είμασταν Αρβανίτες και Σλάβοι». Στο ποιοι ήταν αυτοί που τους έσπρωχναν ή τους εκβίαζαν να προχωρήσουν αναφέρεται αναλυτικά και με τα στοιχεία που διαθέτει ο Δ. Χατζής. Φαίνεται όμως ότι δεν είναι αρκετά για να θεωρηθούν «εγκλωβισμένα αδέρφια μας» οι φαντάροι του εθνικού στρατού. Αν όντως είναι έτσι, μήπως τότε μιλάμε για έναν καθωσπρέπει εμφύλιο, όπου ο εχθρός αδερφός, όταν περνάμε από τον ήρεμο συλλογισμό στα ταμπούρλα της μάχης, γίνεται νέτα- σκέτα εχθρός και για τις δύο πλευρές;
Για τον Δημήτρη Χατζή όμως, η απάντηση δεν είναι τόσο αβίαστη. Η μετάβαση δηλαδή από την έννοια του αδερφού σε εκείνη του εχθρού δεν γίνεται σε καμία περίπτωση χωρίς καμία εξήγηση, όπως ισχυρίζεται η Αγγέλα Καστρινάκη, αφού ο συγγραφέας «ξοδεύει» 15 σελίδες, το 1/4 του συνολικού κειμένου, για να περιγράφει ακριβώς την συγκρότηση των αντιπάλων στρατοπέδων μέχρι την τελική τους αντιπαράταξη σε θέση μάχης. Απ’ τις δραστηριότητες των πρώτων αντάρτικών ομάδων στην Ήπειρο μέχρι την κατοχή της Μουργκάνας από τις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού. Την περιγραφή της «προετοιμασίας» του βουνού για τη μάχη. Από την σύνθεση και την ανάπτυξη του εχθρικού εθνικού Στρατού μέχρι την αναλυτική αναφορά στο παραστρατιωτικό τάγμα του Γαλάνη και στις κτηνωδίες του, γνωστές βεβαίως στην Ήπειρο, αφού «αυτός ο Γαλάνης», ήταν ο Μπαμπούλας που ίσκιωνε τον ύπνο των μικρών παιδιών τότε, γονιών δικών μας αργότερα[3]. Με δυο λόγια, σ’ αυτές τις σελίδες εξηγείται ότι δεν ήταν ο Κάιν και ο Άβελ που συναντήθηκαν στα χαρακώματα της Μουργκάνας, αλλά δύο στρατόπεδα που οργανώθηκαν το ένα απέναντι στο άλλο, βήμα-βήμα, δύο και πλέον χρόνια πριν την οριστική αναμέτρηση. Όλα τα παραπάνω ιστορούνται σ’ αυτές τις 15 σελίδες που χωρίζουν και τις δύο κατά σειρά παραπομπές της A. Κ. στο κείμενο του Δ. X. Είναι απορίας άξιο πως από την πρώτη σελίδα του κειμένου έχουμε τέσσερις παραπομπές ενώ αυτές οι 15 σελίδες παραγράφονται. Και μάλιστα με τον τρόπο που η Α.Κ. μας λέει ότι ο Δ. X. παραγράφει την «συγγένεια» αλλά τώρα, στην περίπτωσή της, πράγματι χωρίς καμία εξήγηση: «Πράγματι λοιπόν το κείμενο, αν και αρχίζει με την υποδήλωση της “συγγένειας”, αμέσως μετά την παραγράφει - χωρίς καμία εξήγηση για τη μετάβαση από την έννοια του αδελφού σε εκείνην του εχθρού. Και όχι μόνο αυτό: αλλά ο συγγραφέας επιδίδεται επιπλέον σε περιγραφές καταστάσεων όπου η άκρα ταλαιπωρία του αντιπάλου προκαλεί “μεγάλο κέφι ” στους δικούς μας.»
Πάνω στα βουνά της Ηπείρου, ανάμεσα στα Ζαγόρια για παράδειγμα, χαράχτηκαν κάποτε περάσματα για τις ανάγκες του εμπορίου και της επικοινωνίας της εποχής. Στις μέρες μας οι διάφοροι φυσιολατρικοί και ορειβατικοί σύλλογοι χαρτογράφησαν αυτούς τους «δρόμους» και στήσαν πάνω τους το δικό τους δίκτυο με προτεινόμενες διαδρομές, σταθμούς ανάπαυσης, παρατηρητήρια κ.λπ. Έτσι ώστε, όταν το σίγουρο ορειβατικό μποτάκι μας πατήσει πάνω στο δρόμο των μουλαριών, και μέχρι να φτάσουμε στο παρατηρητήριο απ’ όπου θα θαυμάσουμε «το τοπίο να μεγαλώνει», να μας προσφέρεται η ευκαιρία, ακόμα και μέσω της κούρασης της πεζοπορίας, να επικοινωνήσουμε -έστω στιγμιαία- με τους πρώτους διαβάτες αυτού του δρόμου και με τον μόχθο τους. Αν σκεφτούμε τη «Μουργκάνα» του Δ. Χατζή σαν ένα ορεινό δρόμο που θα επιχειρούσαμε να περπατήσουμε ακολουθώντας το δίκτυο των σημείων της Α. Καστρινάκη, θα ήταν άραγε δυνατό να επικοινωνήσουμε με την ιστορία του ή ακόμα να σταθούμε στο κατάλληλο σημείο απ’ όπου το τοπίο φωτίζεται και μεγαλώνει αντί να κλείνει και να περιορίζεται από τους όρους που του τίθενται εξωτερικά; Όταν δηλαδή το κείμενο μας παρουσιάζεται από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία ως ακολούθως: «Ώστε παρά τον εμφύλιο χαρακτήρα, αναστολές δεν υπάρχουν καθόλου στη μάχη. Ο αγώνας είναι δίκαιος και διεξάγεται με υψηλό ηθικό. Αν συγκρίνουμε το κείμενο αυτό με τα πεζογραφήματα για τον αλβανικό πόλεμο, θα διαπιστώσουμε ότι σε εκείνα, κείμενα επίσης ενός “δικαίου πολέμου”, υπάρχουν πολλά στοιχεία από την ανθούσα άλλοτε αντιπολεμική λογοτεχνία, που δεν θα τα βρούμε στο κείμενο του Χατζή: οι κακουχίες, η αμφιταλάντευση ανάμεσα στον ανθρωπισμό και στην πολεμική αποτελεσματικότητα, η αγάπη για τον αντίπαλο, η θλίψη μπροστά στον θάνατο. Στη “Μουργκάνα” αντίθετα δεν αναφέρονται καθόλου κακουχίες, ούτε αμφιταλάντευση, η αγάπη για τον “αδερφό” εξαντλείται στην πρώτη σελίδα (στα έργα του αλβανικού πολέμου κερδίζεται σταδιακά), όσο για τον θάνατο, αυτός ή περιγράφεται σχεδόν ευτράπελα ή προκαλεί πίκρα μονάχα “για μια στιγμή”.»
Η σχέση του «αλβανικού πολέμου» με τον εμφύλιο δεν είναι ότι και οι δύο είναι δίκαιοι πόλεμοι εντός ή εκτός εισαγωγικών. Η σχέση τους βρίσκεται στην ιστορική τους αλληλουχία, χωρίς μ’ αυτό να υπονοείται ότι μόνο εκεί βρίσκεται και η αιτία του εμφυλίου. Πάντως η κλιμάκωση των αισθημάτων για τον αντίπαλο είναι αναμενόμενο να είναι τελείως αντίστροφη στους δύο αυτούς πολέμους. Στον αλβανικό «οι γενναίοι μας με τη λόγχη ορμούν, τον εχθρό με λύσσα χτυπούνε» αφού αποκρούουν μια εισβολή ενός ξένου κατακτητή στο πάτριο έδαφος. Στην πορεία του πολέμου, όταν οι κακουχίες εξαθλιώνουν τους μαχητές, όταν η αιχμαλωσία δίνει πρόσωπο στον εχθρό, όταν οι απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και ο πόνος μεγαλώνουν, τότε φαίνονται τα περιθώρια για μιαν άλλη εκτίμηση της κατάστασης. Στον εμφύλιο πόλεμο όμως, αυτοί που επέστρεψαν απ’ το αλβανικό μέτωπο, οι ίδιοι, αυτοί που συντέλεσαν στο έπος της αντίστασης, παίρνουν ξανά τα όπλα[4] για να πολεμήσουν ενάντια στους αδερφούς τους. Αυτός είναι ο εμφύλιος. Η αγάπη (για τον αντίπαλο) είναι στην αρχή. Μετά έρχεται ο πόλεμος. Δυστυχώς, αντιανθρωπιστικός εξ ορισμού. «Έτσι κρατήθηκε το μέτωπο τις πρώτες μέρες της επίθεσης. Οι εχθροί μας, μη μπορώντας ν' αρνηθούνε τις πολεμικές αρετές και την ικανότητα των μαχητών μας, θα θέλανε να τους παραστήσουν σαν τίποτα λύκους π’ αγρίεψαν στα βουνά και χάσανε και το φόβο για τ’ άτομό τους και την αγάπη τους για τους άλλους»[5], γράφει ο Δ. Χατζής. Είναι γνωστό και από ανθρωπολογικές μελέτες ότι η αντιμετώπιση του θανάτου αποτελεί πολιτιστική διαφορά(!). Η Α. Καστρινάκη για παράδειγμα, θεωρεί ευτράπελη περιγραφή θανάτου την ακόλουθη: «Ο διμοιρίτης Γκόγκος, στο λόχο του Σδράβου, τραυματισμένος στα υψώματα της Μεγάλης Ράχης έμεινε στη θέση του και τραγουδούσε ώς την ώρα που μια οβίδα του πυροβολικού τον σκόρπισε ολότελα.» Ακόμα θεωρεί ότι ο θάνατος της Ρίγκως περιγράφεται με τέσσερις γραμμές, τις οποίες και αναφέρει, προκαλώντας πίκρα μονάχα «για μια στιγμή».
Η είδηση του θανάτου της Ρίγκως είναι αυτή που επιλέγει ο Χατζής ως την τελική σκηνή της Μουργκάνας. Μες στο ψιλόβροχο, με τον ήχο απ’ τα πέταλα των μουλαριών να σιγοντά- ρουν το μουρμούρισμα του ημιονηγού, μέσα σ’ αυτή τη χαμηλόφωνη μονοτονία έρχεται το νέο. Η στιγμή που σε βρίσκει ένα τέτοιο νέο, που κόβει την ανυποψίαστη πορεία σου, η στιγμή της αναγγελίας του θανάτου, είναι ίσως η πιο κρίσιμη στιγμή της αφήγησης του γεγονότος. (Ποιος θα το πει; Πώς θα το πει;). Όταν μετά απ’ αυτό συνεχίζεται η πορεία στη βροχή ο ημιονηγός μοιρολογάει τη Ρίγκω (ανάγκη παμπάλαιη στην Ήπειρο) με το κλέφτικο μοιρολόι του Γιάννου: βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι, χιονίζει θα κρυώσεις, θα σου βραχούνε τ' άρματα τα όμορφα τσιαπράζια...
(Ένα τραγούδι για το θάνατο του πολεμιστή.)
Την πίκρα που απλώνεται για μια στιγμή δεν τη μαζεύει ξανά πίσω ο Χατζής. Μ’ ένα πραγματικά πικρό χαμόγελο αισιοδοξίας, στήνει ένα «πανοραμικό πλάνο» απ’ τη Μουργκάνα μέχρι χαμηλά κάτω στο ποτάμι, στον ήμερο τόπο, στην άνοιξη που μοσκοβολάει, στη ζωή που διαδραματίζεται παρ’ όλο τον πόλεμο, στη ζωή που ίσως τους περιμένει και μετά (η υπόσχεση της ειρήνης). Ένα τοπίο, που δεν θα ήταν ανάρμοστο να πει κανείς, ότι παραπέμπει στο σολωμικό των Ελεύθερων πολιορκημένων.
Οι δυσκολίες που έχει η A. Κ. να κατανοήσει τα προηγούμενα, καθίστανται ανυπέρβλητες όταν χρειάζεται να προσεγγίσει το θέμα του τραγουδιού των αγωνιστών. Η πολύ γνωστή και από τον κινηματογράφο εικόνα των επαναστατών που τραγουδούν, αυτή η αισιόδοξη, ορμητική εικόνα της μαχητικής νεότητας δεν απέδωσε τίτλους φιλοπόλεμου ε'ρ- γου στους Ταβιάνι, για παράδειγμα, ή στον Κεν Λόουτς πιο πρόσφατα.
Και να που ερχόμαστε τώρα στον βαρύτερο χαρακτηρισμό απ’ όλους όσους καταμαρτυρεί η A. Κ. στον Δ. Χατζή για τη «Μουργκάνα»: αυτόν της ανειλικρίνειας. Πού στηρίζεται αυτή η κατηγορία; Σε δύο αδιάσειστα στοιχεία κατά την γράφουσα. Πρώτον, στο ότι οι μάχες της Μουργκάνας απέφεραν στο Δημοκρατικό Στρατό μιαν «εξαιρετική επιτυχία... που άγγιζε τα όρια του “θαύματος”... (ήταν όμως) μια δευτερεύουσα νίκη (η οποία) ανάγεται σε παράδειγμα τη στιγμή που ήταν μάλλον σαφές ότι η συνολική ήττα πλησίαζε αναπόφευκτά». Και δεύτερον, στο ότι «γνωρίζουμε επιπλέον ότι ο ίδιος ο Χατζής, όταν βρέθηκε στο βουνό το καλοκαίρι του ’48, δεν πολέμησε καθόλου, και πως στάλθηκε σύντομα εκτός συνόρων με πολύ ταραγμένα τα νεύρα του». «Η πληροφορία για την άσχημη κατάσταση νεύρων του Χατζή προέρχεται από συζήτησή μου με τον Νίκο Γουλανδρή», μας εμπιστεύεται η Α.
Κ. και μας αφήνει άφωνους με την απίστευτη λεπτότητα με την οποία προβάλλει αυτό το προσωπικό ζήτημα στο έργο του συγγραφέα (!)
Ύστερα από τα προαναφερθέντα είναι, νομίζω, αδύνατη η προσέγγιση του κειμένου με βάση την παρανάγνωση που επιχειρεί η A. Κ. Είναι σκόπιμο λοιπόν ν’ ακούσουμε με «ώτα ακουόντων» επιτέλους το ίδιο το κείμενο: «Πώς τα κατάφεραν; Ο παραλογισμός του άκρου ηρωισμού είναι η απάντηση για το Μεσολόγγι του 1826, για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, για τον Δεκέμβριο στην Αθήνα. Μα για τις επιχειρήσεις της Μουργκάνας, μια τέτοια εξήγηση, με μόνο στοιχείο τον ηρωισμό των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού, θα ’τανε λειψή...».
 Και παρακάτω στη σελίδα 53 λίγες γραμμές πιο πάνω από το απόσπασμα που επιλέγει η A. Κ.: «Απ’ τη δική μας την πλευρά δεν νιώθω καθόλου την ανάγκη να ξεπεράσω τα πράγματα. Σ’ ένα πολεμικό βιβλίο διάβασα πως μονάχα οι λοχίες της πένας βρίσκουνε κέφι να παρασταίνουν ήρωες που δε φοβούνται το θάνατο. Μόλο που δεν είμαι μήτε υποδεκανέας της πένας θα ’θελα να συμφωνήσω πέρα για πέρα μ’ αυτό. Ο σκοπός μου δεν είναι να παραστήσω τίποτα μυθικούς ήρωες να πολεμούν στη Μουργκάνα.» Η αίσθηση της ιστορικής στιγμής διάχυτη σ’ όλο το κείμενο είτε κοντά, είτε μακριά απ’ το θέατρο των μαχών αποτυπώνεται απ’ τον υποδεκανέα της πένας με ευθύτητα και ακρίβεια. Άλλωστε, αυτός είναι ο ρόλος που επιφυλάσσει ο ίδιος για τον εαυτό του. Να μας δώσει δηλαδή μια διήγηση όπου όλα μέσα σ’ αυτήν να «είναι υποταγμένα, όχι μόνο γενικά στην αλήθεια, μα στην πιο αυστηρή απαίτηση της ακρίβειας και για το πιο μικρό περιστατικό»7.
Κι ας είναι άλλος ο δικός τους καημός. «Μα τα πρόσωπα, το βλέπω τώρα ολοκάθαρα, δεν τα χρωμάτισα όπως ήθελα κι ν0σοθα ’πρεπε. Μου ξέφευγαν κάθε στιγμή. Μέσα στο νου μου το να συνταυτίζεται με τ'άλλο, μπλέκουν όλα μαζί. Κ’ έρχονται μαζί και μορφές από τα περασμένα -φυλακές και στρατόπεδα κ’ εξορίες- αγαπημένες νεανικές μορφές στην Αθήνα το Δεκέμβρη, ελασίτες που κλαίγανε μέσα στα γένια τους, δίνοντας τα όπλα τους μετά τη Βάρκιζα, σύντροφοί μας που χαθήκανε - κι όλα μαζί γίνονται ένα. Κι όλα συνθέτουν και στήνουνε μπρος μου τη μια μορφή τον Έλληνα μαχητή.» Αυτή όμως είναι η περιπέτεια της γραφής του Δημήτρη Χατζή του μοιραία εκτυλίσσεται ταυτόχρονα με τα ιστορικά γεγονότα που περιγράφει, με την περιπέτεια της Αριστεράς ή με ην περιπέτεια της μετανάστευσης όπως θα μας πει αργότερα αργότερα στο Διπλό βιβλίο: «... Τα πρόσωπά μου, αυτά τα λίγα πρόσωπα του βιβλίου μου, που τόσο τ’ αγάπησα. Δεν τα τέλειωσα, δεν τα ολοκλήρωσα, το ξέρω. Είναι όλα γύρω μου απόψε και με κοιτούνε. Μια δικαίωση περιμένουν από μένα. Δεν έχω να τους δώσω. Το μικρό δωμάτιο της μοναξιάς μου γέμισε από τη λύπη τους. Να την πάρω απάνω μου. Όλη.... Δυο γενιές νικημένες... Την παίρνω.»
Ο συγγραφέας τα παίρνει όλα απάνω του και σηκώνει τα χέρια ή σπάζει τα κοντύλια γιατί ξέρει πολύ καλά τα όρια, τα όρια της γραφής. Κι όμως γράφει γιατί «ωστόσο πρέπει να πει».
Η προτεραιότητα της πράξης σε σχέση με την τέχνη σε καιρούς συγκρούσεων, μια αντίφαση βάσανος για όλους τους ανθρώπους των γραμμάτων, για τους αριστερούς οξύνεται στο μέγιστο βαθμό. Γίνεται μαρτύριο. Γι’ αυτό η προτροπή που με καθηγητική αυστηρότητα απευθύνεται στο Δ. Χατζή, να είναι λιγότερο υπερβολικός, να υποτάσσεται στους κανόνες (της γραφής) και να παραδειγματιστεί λίγο από τον συμμαθητή του Ρ. Αποστολίδη, φαντάζει τουλάχιστον αδόκιμη. Απ’ την άλλη μεριά το περίφημο ποίημα του Εγγονόπουλου καίριο και συγκλονιστικό, επίκαιρο ώς κλασικό μες στη λιγομίλητη σοφία του, έχει ένα απαραίτητο προαπαιτούμενο: την απόσταση από τα διαδραματιζόμενα. Τη μη ανάμιξη. Αυτή τη θέση ο Χατζής δεν την είχε. Απ’ την αρχή. Το κείμενό του είναι κείμενο πάθους και οργής, με τον παλμό της πρώτης γραμμής, κείμενο που μιλάει πολύ, που θέλει να τα χωρέσει όλα, που αγωνιά να πει. Κατά την A. Κ. όμως, όλα αυτά συνιστούν απλώς υπερβολή. Και ως υπερβολή είναι αδικαιολόγητη εκτός εάν... υποκρύπτει απελπισία και άρα, σ’ αυτήν την περίπτωση (που υποκρύπτει δηλαδή) κατακριτέα. «Ο Εμφύλιος (μας λέει) είναι γενικά μια εποχή όπου το νόημα του να γράφει κανείς αμφισβητείται. Συνήθως αμφισβητείται με έκδηλη αγωνία και απελπισία. Η Μέλπω Αξιώτη στο Παρίσι δεν γράφει λογοτεχνία παρά μόνο καταγγελίες εναντίον του εμφυλιοπολεμικού Κράτους.» Αποχή από τη συγγραφή λογοτεχνίας ή χαμηλούς τόνους, καταγραφή της μαρτυρίας σε αντιπολεμική κατεύθυνση και αυτοκατάργηση συνιστά η Α.Κ. Δηλαδή τη μη στράτευση του συγγραφέα ως συγγραφέα. Μόνο που η Μέλπω Αξιώτη που προαναφέρεται ήταν η μεταφράστρια στα γαλλικά της «Μουργκάνας», αμέσως μετά την έκδοση του κειμένου τον Ιούλιο του 1948 από τη Φωνή του Μπούλκες'0. Αν και ο ίδιος ο Χατζής είχε εκφράσει τις αντιρρήσεις του σχετικά με τις αναφορές των κριτικών στις προσωπικές περιπέτειες των συγγραφέων, είναι ανάγκη στο σημείο αυτό να παραθέσουμε ένα γεγονός. Την εποχή που μαίνονταν οι μάχες στη Μουργκάνα ο Δ. Χατζής αυτομόλησε (Μάρτιο του ’48) στο Δημοκρατικό Στρατό. Ο αδελφός του Αγγελος Χατζής συλλαμβάνεται τότε στα Γιάννενα και οδηγείται σε δίκη. Η ισόβια κάθειρξη που προτείνεται από τον βασιλικό επίτροπο μετατρέπεται σε απόφαση «εις θάνατον» στο στρατοδικείο. Έτσι ο Άγγελος Χατζής εκτελείται στις 27/7/1948". Αυτός ήταν ο Ιούλιος που τυπώθηκε η «Μουργκάνα», αυτό ήταν το καλοκαίρι με τα «πολύ ταραγμένα νεύρα» του Δ. Χατζή.
Στο κείμενο της A. Κ. υπάρχουν δυο νύξεις για ένα πολύ ενδιαφέρον, μεγάλο όμως θέμα. Η σχέση του Χατζή με την Πατρίδα με κεφαλαίο, με την ελληνικότητα που ταυτίζει με την αριστερά ή ακόμα, θα πρόσθετα, με την μορφή του Έλληνα μαχητή που σκιαγραφεί, επίσης με κεφαλαίο. Εδώ ο Χατζής δεν είναι μόνος του. Μαζί του είναι η άποψη του Κομμουνιστικού Κόμματος που μπήκε στον εμφύλιο με το πατριωτικό μπαϊράκι της αντίστασης και διεκδίκησε την εκπροσώπηση του συνόλου του ελληνικού λαού ενάντια στους ξένους που ήρθαν να καθορίσουν τη μοίρα μας. Το έθνος γίνεται μήλο της έριδος, «προδότες του έθνους» αποκαλούν τους αντιπάλους τους οι μελλοντικοί νικητές, «ξενόδουλους και ξενοκίνητους» τους αντιγυρίζουν οι μελλοντικοί ηττημένοι. Τα ανεξίτηλα ίχνη αυτής της άποψης της Αριστερός τα είδαμε και στις μέρες μας με την ευτράπελη συνεύρεση δικέφαλων αετών με σφυροδρέπανα στις ίδιες διαδηλώσεις!
Ταυτόχρονα, πίσω από αυτά τα κεφαλαία, αρχίζει να δια- φαίνεται η άποψη του Χατζή για την Ελλάδα, για κάθε τι το ελληνικό, για το ρωμέικο φιλότιμο και τις υπόλοιπες αρετές μας. Αυτά όμως είναι χαρακτηριστικά που τα κρατάει για τα πρόσωπα. Τα πρόσωπα του έργου του, και μέσω αυτών των προσώπων καταχωρούνται στην ποιητική του. Αυτό καθιστά ανεδαφική, ακόμα και για διδακτικούς λόγους, μια ιδεολογική αποκάθαρση των κειμένων του.
Και μια τελευταία σημείωση. Όλο το κείμενο της A. Κ. χαρακτηρίζεται από μια έντονα επικριτική διάθεση απέναντι στη «Μουργκάνα» του Δ. X. Αν και ξεκινάει δηλώνοντας ότι «το κείμενο αυτό βέβαια δεν είναι ακριβώς λογοτεχνία», οπότε δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της λογοτεχνικής κριτικής, αμέσως γυρίζει το φύλλο λέγοντας ότι «ωστόσο μετέρχεται τους τρόπους της λογοτεχνίας και χρησιμοποιεί τα τεχνάσματά της» και άρα μπορεί να αναλυθεί ως λογοτεχνικό κείμενο. Σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση όμως, ηθικοί χαρακτηρισμοί όπως λόγου χάρη αυτός της ανειλικρίνειας δεν έχουν θέση. Αλλά ούτε και οι εμφάσεις περί υπερβολής χωράνε γιατί ένα κείμενο δεν διορθώνεται, πιστεύω, όπως μια γυμνασιακή έκθεση ιδεών αλλά κρίνεται ως προς την εσωτερική του λογική, ως προς τις προθέσεις και τους στόχους που το ίδιο θέτει. Όταν ένα κείμενο κρίνεται από μια αντιπαλότητα θέσεων, τότε κρίνεται ως πολιτικό κείμενο και σ’ αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητο να είναι παρούσες και διαφανείς και οι πολιτικές απόψεις του κρίνοντος και όχι να μετέρχονται τους τρόπους της λογοτεχνικής κριτικής και να χρησιμοποιούν τα τεχνάσματά της. Αν «πενήντα και δύο χρόνια μετά έχει φουντώσει το ενδιαφέρον και η έρευνα για τον εμφύλιο», αν και σήμερα μπορεί να πυροδοτεί αντιπαραθέσεις και να προκαλεί ιδεολογικές ταχυκαρδίες, τότε καλό θα ήταν να κάνουμε μια βουτιά με ανοιχτά μάτια και να ψάξουμε αυτό το θρυλικό ναυάγιο.



[1] Δ. Χατζή, Θητεία, σ. 37, εκδ. Το Ροδακιό, 2000.
[2] Στη συγκεκριμένη περίπτωση η αναμέτρηση, που κάποιος μπορεί να πει ότι συμβαίνει πάντοτε, είχε λάβει την πιο δυναμική της μορφή, αυτή της ανοιχτής σύγκρουσης δηλαδή του πολέμου.
[3] Όταν έπεφτε το βράδυ στα βλάχικα κονάκια του βουνού οι μανάδες για να μαζέψουν τα παιδιά τους μέσα, επιστράτευαν αντί του συνηθισμένου «ους ζίνι ούρσα» (θα έρθει η αρκούδα) το «ους ζίνι Γαλάνη».
[4] Με τη θέλησή τους. Η εθελοντικότητα του εμφυλίου άλλωστε αναγνωρίστηκε από τους αντιπάλους- νικητές που αρνήθηκαν στους αιχμαλώτους το καθεστώς του αιχμάλωτου πολέμου αντιμετωπίζοντάς τους ως παράνομους ένοπλους.
[5] Θητεία, σ. 53.

Δεν υπάρχουν σχόλια: