" Φάμανε το βόιδι και ποστάσαμαν στη νουρά. " "

Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΖΙΑΓΚΟΣ


Επιτέλους, ξανάρθαν στα χέρια μου, ύστερα από χρόνια, τα δυο βιβλία για τον εμφύλιο, που μου είχε χαρίσει ο δάσκαλος Νίκος Ζιάγκος από το Πόποβο. Είχε μείνει στο σπίτι μου πριν από πολλά χρόνια και μετά τον φιλοξένησε η θείτσα Λιά (Ιουλία Αναστασιάδη). Βέβαια υπάρχει κι ένα μικρό παράρτημα που συνοδεύει το δίτομο έργο (ο δάσκαλος πάντα έψαχνε και συμπλήρωνε και τις πιο μικρές λεπτομέρειες). Θα το βρω κι αυτό. Από τα γραφόμενα του Ζιάγκου λοιπόν άντλησα τα στοιχεία γι αυτό το κεφάλαιο το οποίο ανεβάζω για τη Μουργκάνα. Τα γεγονότα δεν τα αναφέρει ο Μαργαρίτης, ούτε κι ο Τσαντίνης. Πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να καταγραφούν. Α! Αν θέλετε να ανεβάζω τακτικά τα κεφάλαια που γράφω, περιμένω κριτική  :)

ΜΟΥΡΓΚΑΝΑ. Η ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ.

Το αρχηγείο Ηπείρου ιδρύθηκε στις 17 Γενάρη του1947. Στο Αρχηγείο υπάγονταν το υπαρχηγείο Γιαννίνων με έδρα τους Φιλιππαίους και είχε λίγους αντάρτες από την περιοχή Γιαννίνων, με δυο λόχους έναν του Φωκά και τον άλλο του Σπύρου Σκεύη.
Ο Τζουμερκιώτης είχε αναλάβει καθήκοντα επιτελάρχη . Τέθηκε υπό τον Κ. Κολιγιάννη που από το Μάρτη του 47 βγήκε μέσω Τζουμέρκων και ανέλαβε το αρχηγείο[1].
Την Άνοιξη του 1947 αποφασίστηκε τα τμήματα της Ηπείρου να κατεβούν νοτιότερα μέχρι τη Μουργκάνα αποχωριζόμενα από τ’ άλλα τμήματα της Πίνδου με σκοπό να γίνει έδρα του Αρχηγείου η Μουργκάνα. Ένα τμήμα του αρχηγείου (διλοχία) με το Λακαρέα πέρασε απ’ το Κεράσοβο, Πουρνιά Καβάσιλα, προχώρησε προς το Μπουραζάνι, όπου συνάντησε σοβαρές εχθρικές δυνάμεις, χτυπήθηκε και αναγκάστηκε να επιστρέψει στα Ζαγόρια. Ο Ζδράβος από το Πάπιγκο κινήθηκε προς τα Δολιανά. Οι Λαϊνάς-Πετρίτης προς Καλαμά –Κασιδιάρη , εκεί έγινε σύγκρουση με κυβερνητικές δυνάμεις…Έφτασε το τμήμα μας από τον Κασιδιάρη στο Μοναστήρι Μακραλέξη κοντά στη Μουργκάνα, σταματήσαμε εκεί γιατί δεν επέστρεψαν οι διμοιρίες που στείλαμε στα Δολιανά τη μια και την άλλη στα Γραμμενοχώρια. Γυρίσαμε στα χωριά της Λάκκας Πωγωνιού , στο Ψηλόκαστρο μας επιτέθηκαν το απόσπασμα του Φώτου Κίτσου και πολλές εκατοντάδες ΜΑΥ. Φύγαμε από κει και μέσα από διαδοχικές ενέδρες και συγκρούσεις φτάσαμε στη Ντουσκάρα και προχωρήσαμε στο χωριό Σαλονίκη, από κει φτάσαμε στο Πετούσι, ανεβήκαμε ύστερα στο Σούλι. Σ’ όλη την πορεία υποφέραμε πάρα πολύ, δεν πειράξαμε τίποτα, δεν θίξαμε κανένα. Θυμούμαι σε περιπτώσεις που βρίσκαμε ψωμί ή κάτι φαγώσιμο, δεν άνοιγαν τα σαγόνια μας. Ήταν τέτοια η κοινητοποίηση των αντιπάλων που χωρίς υπερβολή στο Πετούσι συλλάβαμε 20 συνδέσμους. Στο Σούλι που φτάσαμε αφήσαμε 9 αντάρτες με τον Κώστα Μάστορα και φύγαμε για τα Δερβίζανα. Στιγμή δεν ησυχάσαμε, νύχτα και μέρα μας κυνηγούσαν, νυχτοήμερα πορεία, προχωρούμε προς Χίνκα, κρυβόμασταν σε πατουλιές, μέσα στα σιτάρια. Σε βουνό ζητήσαμε λίγο γάλα από βλάχο, είχε αρμέξει τα πρόβατα, του λέμε και τα ξαναρμέγει, ήπιαμε λίγο γάλα. 8 μέρες είχαμε να φάμε. Μας έκοψαν τα κρεμμύδια. Φτάσαμε στον κάμπο του Ράικου, προχωρούμε, περνούμε τον Καλαμά, φτάνομε στο Δεσποτικό, όπου συλλάβαμε ΜΑΥ, προχωρήσαμε προς Κάτω Λάβδανη όπου πήραμε ολίγο ψωμί και αυγά, φεύγομε, σε κάθε βήμα μας στήνουν ενέδρες, σκοτώνεται αντάρτης, που δεν ξέρω τα’ όνομά του, τέλος φτάσαμε ξυπόλυτοι και γυμνοί, σωστά φαντάσματα, κοντά στα σύνορα. Από ένα λόχο μόνο 9» [2].
Βλέπουμε ότι στην πρώτη αυτή εντελώς αποτυχημένη προσπάθεια για την κατάληψη της Μουργκάνας και τη χρησιμοποίησή της ως βάση του Αρχηγείου Ηπείρου, συμμετέχουν αρκετοί από τους πρωταγωνιστές της δεύτερης επιτυχημένης ενέργειας δηλαδή ο Ζδράβος, ο Πετρίτης κι ο Σκεύης.
Σίγουρα δεν είχαν σκοπό να οχυρώσουν το βουνό και να το μετατρέψουν σε φρούριο, αλλά να το χρησιμοποιήσουν ως έδρα εκμεταλλευόμενοι και τη γειτονία με την Αλβανία. Η ιδέα της διείσδυσης από τη Μουργκάνα στο Σούλι φαίνεται ότι ήταν στο μυαλό των ανταρτών από τότε. Η κατάσταση την Άνοιξη του 1947 στην Βορειοδυτική Ήπειρο είναι τραγική για τους αντάρτες. Παντού τους καταδιώκουν και δεν μπορούν να σταθούν πουθενά. Καμιά σχέση με την περίοδο της κατοχής. Η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου που υποστήριζε το Ε.Α.Μ. Ε.Λ.Α.Σ. έχει πάει πια με τους νικητές.
Οι συγκεκριμένοι αντάρτες φαίνεται ότι μπήκαν στην Αλβανία και μέσα από κει πέρασαν στα μετόπισθεν.
Στις 29 Μάη 1947 εκδόθηκε ανακοινωθέν του Γ.Ε.Σ. που αναφέρει: «…Η δρώσα εις περιοχήν Λάβδανης 70μελής συμμορία υπό τον καπετάν Πετρίτη συνεπλάκη χθες (29-5-1947) με τμήμα της 8ης μεραρχίας. Εκ των συμμοριτών συνελήφθησαν ή παρεδόθησαν 45»
Ο Ζιάγκος[3] αναφέρει ότι από το τμήμα του Πετρίτη έμειναν δυο μικρές ομάδες στο χώρο του Πωγωνιού και του Καλαμά. Στο Πωγώνι έμεινε η ομάδα του Καλαμιώτη (Φάνη Πλιάτσικα) από τα Δολιανά και στον Καλαμά ή ομάδα του Θύμιου (Κλεάνθη Ντάγκα) απ’ την Καρίτσα. Και οι δυο ομάδες δεν μπόρεσαν να σταθούν στην περιοχή γιατί καταδιώχτηκαν άγρια κι έφυγαν για τη Δυτική Μακεδονία. Το τμήμα του Ζδράβου έδρασε στο χώρο της Κόνιτσας και επέστρεψε στα Ζαγόρια όπου ενώθηκε με τα άλλα τμήματα του αρχηγείου Ηπείρου. Το συγκρότημα του Σπύρου Σκεύη, που κινήθηκε στο Ζαγόρι, έφτασε στη Δοβρά μέσα από πολλές ενέδρες, έδωσε μάχες, αλλά οι εχθροί του ήταν πολλοί και δεν μπόρεσε να σταθεί. Αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Δυτική Μακεδονία κι αυτό. Μικροομάδες δεν θα μπορούσαν να προκόψουν στο μέρος αυτό λέει ο Ζιάγκος. Με εξαίρεση το Σούλι, όπου έμειναν λίγοι ντόπιοι αντάρτες υπό τον Φαρσαλιώτη (Κώστα Μάστορα). Αυτός είχε ισχυρούς δεσμούς με τους κατοίκους των χωριών του Σουλίου, βοήθήθηκε και φυλάχτηκε από παλιούς δημοκρατικούς και Εαμίτες απ’ τους Κουκουλιούς, τη Γλαβίτσα, και το Τσαγκάρι.
Ο Σπύρος Κόκκορης που έζησε το διάστημα αυτό μεταξύ Πέρδικας και Παραμυθιάς υπέφερε τα πάνδεινα απομονωμένος και χωμένος σε κρύπτες και μόνο οι παλιοί του συναγωνιστές τον διατήρησαν στη ζωή[4].
Το Μάρτη του ’47 σκοτώθηκε κι ο λοχαγός του στρατού ο καπετάνιος Γιώργος Παπαγιάννης. Ένα γράμμα που έγραψε πριν πεθάνει, έφτασε στα χέρια του δάσκαλου Σπύρου Σκεύη, ο οποίος συγκινημένος, αφιέρωσε στο συναγωνιστή του το παρακάτω ποίημα. Ίσως είναι το μοναδικό που σώζεται από τον πεισματάρη αγωνιστή της Μουργκάνας, που θα τον δούμε να πρωταγωνιστεί στα επεισόδια και στις μάχες που θα ακολουθήσουν:
Το μάθατε τι έγινε στα πεύκα του Μακρύνου;
Μας πιάσαν ένα λοχαγό, το Γιώργο Παπαγιάννη
Το δάσκαλο κι αγωνιστή οι μπουραντάδες τα σκυλιά.

Σκυλιά δεν με τρομάζετε, φασίστες δεν φοβούμε
Ξέρω γιατί σας πολεμώ, για του λαού το δίκιο
Και για της φτώχειας το ψωμί.
Το ποίημα, γραμμένο σαν δημοτικό τραγούδι δείχνει το μίσος του Σκεύη για τους αντιπάλους του (μπουραντάδες, σκυλιά, φασίστες). Προχειρογραμμένο, σπάει το ρυθμό στα τελειώματα. Δείχνει όμως και την πίστη του αγωνιστή δάσκαλου:
Ξέρω γιατί σας πολεμώ, για του λαού το δίκιο
Και για της φτώχειας το ψωμί.




[1] Ζιάγκος, Εμφύλιος, τ. Α΄ σ.181-2
[2] Μαρτυρία του Βασίλη Γιάννη Σταγκίκα αντάρτη του Αρχηγείου σε  Ζιάγκος, Εμφύλιος, τ. Α΄ σ.211-2
[3] Ζιάγκος, Εμφύλιος, Α΄,213.
[4] Ζιάγκος, Εμφύλιος, Α΄,214.

Δεν υπάρχουν σχόλια: