ΤΟ
ΑΡΩΜΑ ΤΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ
Σκέφτομαι τη θάλασσα.
(Η θάλασσα μου, έχει το άρωμα μιάς
γυναίκας.)
Αόριστα (τη σκέφτομαι) σαν η κάθε θάλασσα να
ήταν η δικιά μου, αυτή που ορίζεται από το Σκάλωμα και το Στροβίλι.
Το ότι αυτή ακριβώς η θάλασσα ήταν κάποτε ένας
καταπράσινος κάμπος, δεν με ενοχλεί: Μερικές φορές μάλιστα, τα καράβια στη
γραμμή του ορίζοντα, μοιάζουν να οργώνουν αυτή τη γαλάζια πεδιάδα.
Σκέφτομαι ότι αυτός ο κάμπος κάποτε θα γυρίσει…
Όταν οι
πάγοι ξανάρθουν, θα μαζευτούν στην πανάρχαια φωλιά τους τα νερά και τ΄
αγαπημένο γαλαζοπράσινο, με τις τόσες
γλυκές αποχρώσεις, θα γίνει μόνο πράσινο.
Τότε όμως ο χρόνος δεν θα υπάρχει (τι νόημα
έχει ο χρόνος για τους πεθαμένους;) κι εγώ θα είμαι από ων, απ-ών.
Η προσθήκη δυο γραμμάτων σε μια τόσο μικρή λέξη,
κρύβει την απουσία και το θάνατο.
Το άπ-ειρο παίρνει δικαιωματικά πίσω, αυτό που
για μιά στιγμή, νόμισε ότι θα ζει
για πάντα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου